Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύσως — εὔσως, ων (Α) ο εύσοος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σως (< σόος, ιων. τ. τού σώος] … Dictionary of Greek
σκύλευση — η / σκύλευσις, εύσως, ἡ, ΝΑ [σκυλεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκυλεύω, η διαρπαγή τών όπλων και άλλων αντικειμένων σκοτωμένου εχθρού, σκυλεία* … Dictionary of Greek